εὐαπάτητος

εὐαπάτητος
εὐαπάτητος
easy to cheat
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ευαπάτητος — η ο (Α εὐαπάτητος, ον) αυτός που εξαπατάται εύκολα, αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να ξεγελάσει, να πλανέψει εύκολα, ο εύπιστος, ο ευκολοπίστευτος, ο μωροπίστευτος αρχ. αυτός που εξαπατά εύκολα («εὐαπατητότερον τὸ θῆλυ», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • εὐαπατητότερον — εὐαπάτητος easy to cheat adverbial comp εὐαπάτητος easy to cheat masc acc comp sg εὐαπάτητος easy to cheat neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐαπάτητον — εὐαπάτητος easy to cheat masc/fem acc sg εὐαπάτητος easy to cheat neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐαπατητότεροι — εὐαπάτητος easy to cheat masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐαπατήτους — εὐαπάτητος easy to cheat masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐαπατήτων — εὐαπάτητος easy to cheat masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐαπάτητα — εὐαπάτητος easy to cheat neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐαπάτητοι — εὐαπάτητος easy to cheat masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευκολογέλαστος — η, ο αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να εξαπατήσει, να ξεγελάσει εύκολα, ο ευαπάτητος, ο μωρόπιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευκολο * + γελώ «ξεγελώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”